Ο μητρικός θηλασμός είναι χωρίς αμφιβολία η ιδανική τροφή για τα βρέφη και εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για σωστή σωματική ανάπτυξη και νευροαναπτυξιακή εξέλιξη. Η καθολική συνεπώς σύσταση από τις οργανώσεις και τους φορείς δημόσιας υγείας είναι ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός στους έξι πρώτους μήνες ζωής και εισαγωγή στερεών τροφών από εκεί και μετά με συνέχιση του μητρικού θηλασμού για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιθυμεί η μητέρα και το βρέφος.
Ο θηλασμός έχει οφέλη τόσο για το παιδί όσο και για τη μητέρα. Είναι το γάλα που παράγεται ειδικά για το ανθρώπινο είδος και έχει την ιδανική ισορροπία θρεπτικών συστατικών που προσαρμόζονται στις εκάστοτε ανάγκες του παιδιού. Οι ανοσολογικοί παράγοντες που περιέχει προσαρμόζονται στην έκθεση της μητέρας και του παιδιού σε μικροβιακούς παράγοντες, με αποτέλεσμα ουσιαστική προστασία από λοιμώξεις. Έχει φανεί από διάφορες μελέτες η συμβολή του θηλασμού στην πρόληψη του παιδικού άσθματος, της ατοπικής δερματίτιδας, των λοιμώξεων του γαστρεντερικού, των νοσηλειών λόγω λοιμώξεων του κατωτέρου αναπνευστικού, ωτίτιδας και την μακροπρόθεσμη πρόληψη του σακχαρώδους διαβήτη τύπου Ι και της παχυσαρκίας. Τέλος ένα από τα ανεκτίμητα οφέλη είναι η ενίσχυση του ψυχικού δεσμού μητέρας παιδιού. H μητέρα που θηλάζει χάνει πιο γρήγορα το βάρος που πήρε στην εγκυμοσύνη και έχει μακροπρόθεμα προστασία από τον καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών.
Aπό την άποψη της οικονομίας στην υγεία το όφελος είναι τεράστιο.
Πρόσθετα η περιβαλλοντική επιβάρυνση από την εκτροφή αγελάδων, την παραγωγή και τη διαχείριση των απορριμάτων είναι πολύ μεγάλη. Συχνά τα υποκατάστατα μητρικού γάλακτος είναι μολυσμένα με μικρόβια ή ρύπους.
Tα ποσοστά αποκλειστικού μητρικού θηλασμού στους 6 μήνες παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις στον Ευρωπαϊκό χώρο, με τα μεγαλύτερα ποσοστά να καταγράφονται στη Γερμανία 22%, στη Σουηδία 12 % και στην Αυστρία 9.7%. Αντίθετα στο Ηνωμένο Βασίλειο τα ποσοστά είναι κάτω του 1%, ίσως γιατί η ηλικία των μητέρων είναι πολύ χαμηλή.
Παρόμοια κατάσταση καταγράφεται και στον Ελληνικό χώρο. Η μελέτη του Ινστιτούτου Υγείας του παιδιού που διεξήχθη σε αντιπροσωπευτικό πανελλήνιο δείγμα μητέρων μεταξύ 2006-2007 κατέγραψε τα εξής αποτελέσματα:
Η πλειοψηφία των γυναικών (89%) δήλωσε ότι είχε αποφασίσει να θηλάσει και περίπου το ίδιο ποσοστό γυναικών (88%) άρχισε να θηλάζει. Την πρώτη ημέρα ζωής θήλασαν αποκλειστικά 41% των γυναικών, στο τέλος του πρώτου μήνα μόλις το 21%, στο τέλος του 3ου μήνα 11% και τον 6ο μήνα το ποσοστό αυτό σχεδόν μηδενίστηκε (0,8%). Στις μισές περίπου γυναίκες του δείγματος η αναφερόμενη αιτία διακοπής του θηλασμού ήταν ανεπάρκεια γάλακτος. Σε ένα ποσοστό γύρω στο 12% ήταν η επιστροφή στην εργασία. Στο μεγαλύτερό ποσοστό (70%) οι γυναίκες που επέλεξαν να μη θηλάσουν, είχαν προηγούμενη αρνητική εμπειρία στο θηλασμό.
Ο θηλασμός είναι μια φυσική ικανότητα.
Τις τελευταίες δεκαετίες μια πληθώρα, κυρίως κοινωνικοοικονομικών αιτίων, οδήγησε τις μητέρες στηνεπιλογή υποκαταστάτων μητρικού γάλακτος.
Έτσι, για περίπου τέσσερις γενιές έχει χαθεί η εμπειρία του θηλασμού ως βίωμα και ως κοινωνική εμπειρία. Αποτέλεσμα αυτού είναι, οι μητέρες αδύναμες, μόνες στις σύγχρονες κοινωνίες, χωρίς εμπειρία και γνώση, χωρίς υποστήριξη από τις μητέρες τους, να προσπαθούν να ξαναχτίσουν την φυσική ικανότητα του θηλασμού.
Με δεδομένο το πολύ χαμηλό αυτό ποσοστό αλλά και τη διεθνή κινητοποίηση που έχει ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του 80 για την προαγωγή του μητρικού θηλασμού ( με τη θέσπιση του κώδικα εμπορίας υποκαταστάτων μητρικού γάλακτος από την ΠΟΥ (WHO international code of human milk substitutes), την ψήφιση της διακήρυξης Innocenti το 1990 και τη αναθεωρημένη διακήρυξης Innocenti το 2009, οργανώθηκε το ‘’ ΑΛΚΥΟΝΗ: Εθνικό Πρόγραμμα Προαγωγής του Μητρικού Θηλασμού’’ με στόχο την αλλαγή κουλτούρας θηλασμού στην χώρα μας μέσα από μια σειρά δράσεις ευαισθητοποίησης, κινητοποίησης και εκπαίδευσης.