14
Μητρικός Θηλασμός |
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΥΓΕΙΑΣ
τον θηλασμό. Λείες μυϊκές ίνες στο χόριο προκαλούν σκλήρυνση
(στύση) των μορφωμάτων αυτών κατά τον ερεθισμό της θηλής.
Τµήµατα θηλής και θηλαίας άλω
Πρόσωπο θηλής
Μίσχος θηλής
Βάση θηλής
Θηλαία άλω
Εικόνα 3: Τμήματα της θηλής και της θηλαίας άλω
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
Drake RL, Vogl W., Michell AW. Gray’s Ανατομία, Τόμος 1 (Επιμέλεια:
Ν.Σκανδαλάκης). Αθήνα: Εκδόσεις Πασχαλίδη; 2007.
2.
Hansen JT, Lambert DR. Netter’s Ανατομία Ι: Βασική Κλινική Ανατομία
(Επιμέλεια: Ε. Ν. Μανώλης). Αθήνα: Εκδόσεις Πασχαλίδης; 2005.
3.
Kahle W., Leonhardt H., Platzer W. Εγχειρίδιο Ανατομικής του ανθρώ-
που Τόμος ΙΙ (Επιμέλεια: Ν. Παπαδόπουλος). Αθήνα: Ιατρικές εκδόσεις
Λίτσας; 1985.
4.
Lauwers J, Swisher A. Counseling The Nursing Mother: A Lactation
Consultant’s Guide. 5thed.Sudbury MA: Jones and Bartlett Learning;
2011.
5.
Lawrence RA, Lawrence RM. Breastfeeding: A guide for the Medical
Profession. 7th ed. Missouri, USA: Mosby; 2010.
6.
Schunke M, Schulte E, Schumacher U, Voll M, Wesker K. Βασική Περι-
γραφική Ανατομική Ι, Τόμος Ι (Επιμέλεια: Π. Ν. Σκανδαλάκης). Αθήνα: Εκ-
δόσεις Πασχαλίδη; 2007.
7.
Moore KL, Dalley AF, Agur Α.M.R. Κλινική Ανατομία, Τόμος Ι. Αθήνα: Εκ-
δόσεις Πασχαλίδη; 2013.
8.
Neville MC. Anatomy and physiology of lactation. Pediatr Clin North
Am. 2001 Feb;48(1):13-34.
9.
Neville MC. Breastfeeding, part 1: The evidence of breastfeeding.
Pediatr Clin North Am. 2001; 48:13.
10. Riordan J. Breastfeeding and Human Lactation. 3rded. Sudbury MA,
USA: Jones and Bartlett Publishers; 2005.
1.3 Διαμαρτίες διάπλασης του μαζικού
αδένα και των θηλών
Υπερμαστία
Η
υπερμαστία
συναντάται στο 2 % έως 6 % των γυναικών και
αφορά την παρουσία εξαρτημάτων μαστικού αδένα, τα οποία εί-
ναι φυλογενετικά υπολείμματα των εμβρυϊκών μαστικών κορυ-
φογραμμών. Προκύπτουν από ατελή παλινδρόμηση ή διασπορά
των πρωτόγονων γαλακτικών γραμμών με αποτέλεσμα να ανα-
πτυχθεί επιπλέον μαστικός ιστός σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της
γαλακτικής γραμμής. Ο επιπλέον αυτός ιστός μπορεί να περιλαμ-
βάνει αδενικό ιστό, θηλαία άλω, θηλή ή οποιοδήποτε συνδυασμό
των παραπάνω (Εικόνα 4). Κατά την έναρξη του θηλασμού ο επι-
πλέον ιστός μπορεί να είναι ιδιαίτερα οιδηματώδης και η διόγκω-
σή του μπορεί να προκαλέσει πόνο κατά τη διάρκεια της γαλου-
χίας. Η θεραπεία είναι συμπτωματική και μπορεί να περιλαμβάνει
τη χρήση κρύων επιθεμάτων και αντιφλεγμονωδών από το στό-
μα με σκοπό την ανακούφιση του οιδήματος και του πόνου. Υπο-
χώρηση των συμπτωμάτων παρατηρείται συνήθως μετά από 2
ήμερες από την έναρξη της αγωγής.
Υπεραδενία
είναι η παρουσία μαστικού ιστού κατά μήκος της
γαλακτικής γραμμής, χωρίς θηλή. Ο επιπλέον ιστός, με ή χωρίς
θηλές, συνήθως παρουσιάζεται στη μασχάλη και υποβάλλεται
σε παρόμοιες αλλαγές με αυτές του φυσιολογικού στήθους κατά
την διάρκεια της εμμήνου ρύσης, της κύησης και της γαλουχίας.
Διαχωρίζεται
από την ουρά του Spence, καθώς δεν έχει καμιά
ανατομική σχέση με το στήθος.
Πολυθηλία
Είναι η κατάσταση στην οποία υπάρχουν περισσότερες από δύο
θηλές, χωρίς να συνυπάρχει επιπλέον αδενικός ιστός. Είναι αρ-
κετά συχνή, σε ποσοστό 2-6 % των γυναικών. Μπορούμε να τις
δούμε κατά μήκος της εμβρυϊκής γραμμής και συνήθως λανθα-
σμένα διαγιγνώσκονται ως ακροχορδώνες (κρεατοελιές). Σπάνια
χρειάζεται κάποια παρέμβαση, όμως περιστασιακά συνδέονται με
συγγενείς ανωμαλίες του ουροποιογεννητικού συστήματος.
Εικόνα 4: Υπεράριθμος μαστός.
Υπερτροφία (μακρομαστία και γιγαντομαστία)
Η
υπερτροφία
είναι σπάνια, καλοήθης κατάσταση και αφορά την
ύπαρξη αδενικού ιστού πέραν του φυσιολογικού. Μπορεί να εμ-
φανιστεί στο ένα ή και στα δύο στήθη. Τα όρια όμως του φυσιο-
λογικού στη συγκεκριμένη περίπτωση ποικίλουν. Πολλοί ορίζουν
ως
μακρομαστία
την υπερτροφία του στήθους που δεν ξεπερ-
νά τα 2,5kg, ενώ πέραν αυτού την ορίζουν ως
γιγαντομαστία.
Οι
Dancey et al (2008) θεωρούν ότι στη γιγαντομαστία το βάρος
του κάθε στήθους ξεπερνά το 1,5kg, ενώ αργότερα η ίδια ομά-
δα (Dafydd H et al, 2011) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μία γυ-
ναίκα έχει γιγαντομαστία όταν το βάρος του στήθους της φτάνει ή
ξεπερνάει το 3 % του βάρους της.
Η αιτία αυτής της υπερτροφίας είναι άγνωστη. Πιθανώς να
οφείλεται σε αύξηση των επιπέδων της προλακτίνης, των οι-
στρογόνων και της προγεστερόνης ή σε μεγάλη ευαισθησία του